- ευκατάστροφος
- εὐκατάστροφος, -ον (Α)(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκαταστρόφως — εὐκατάστροφος brought to a good conclusion adverbial εὐκατάστροφος brought to a good conclusion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάστροφοι — εὐκατάστροφος brought to a good conclusion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)